κοσμοφθόρον

κοσμοφθόρον
κοσμοφθόρος
destroying the world
masc/fem acc sg
κοσμοφθόρος
destroying the world
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοσμοφθόρος — κοσμοφθόρος, ον (ΑM) αυτός που καταστρέφει τον κόσμο, τους ανθρώπους («τὸν λέοντα τὸν κοσμοφθόρον» τον λέοντα [τής Νεμέας] ο οποίος κατέτρωγε τους ανθρώπους, Γ. Πισίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φθόρος (< φθείρω), πρβλ. δημο φθόρος, ψυχο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”